- κακομήχανος
- κακομήχανος, -ον (AM, Α δωρ. τ. κακομάχανος, -ον)1. αυτός που επινοήθηκε κακοήθως, πανούργος, δόλιος2. ολέθριος, καταστρεπτικός («κακομήχανος ἔρις», Ομ. Ιλ.).επίρρ...κακομηχάνως (Μ)με κακομήχανο, πανούργο τρόπο, ολέθρια, καταστρεπτικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -μήχανος (< μηχανή), πρβλ. γλυκυ-μήχανος, πολυ-μήχανος].
Dictionary of Greek. 2013.